- ὁδοιπόρους
- ὁδοίποροςwayfarermasc acc plὁδοιπόροςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προκρούστης — (procrustes). Είδος κολεόπτερου, νυχτόβιου και αδηφάγου, με μαύρο χρώμα. Ανήκει στην οικογένεια των καραβιδών και ζει κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο π. αναζητάει την τροφή του τη νύχτα, κυρίως στα αμπέλια, όπου εξοντώνει τα σαλιγκάρια. Οι … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
απείργω — ἀπείργω (Α) [είργω] 1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον 2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι 3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω 5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω 6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω 7. (για… … Dictionary of Greek
αρβύλα — η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η) νεοελλ. 1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» τα υποδήματα των στρατιωτών 2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» κατατάχθηκα στον στρατό β) «λόγια της αρβύλας» ανυπόστατες φήμες αρχ. 1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους)… … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek
παγούρι — το (Μ παγούριον) [πάγουρος] φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτες νεοελλ. καρκίνος, καβούρι … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek
σταθμούχος — ὁ, Α 1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης 2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας 3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να τό υπενοικιάσει κατά τμήματα 4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει… … Dictionary of Greek
Ενοδία — Θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, η θηλυκή μορφή του Ερμή. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν έτσι την Εκάτη, την Άρτεμη, την Κόρη και τη Σελήνη. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στις Φερές της Θεσσαλίας και στον Ωρεό της Εύβοιας, λατρευόταν ως ξεχωριστή θεότητα, την… … Dictionary of Greek